- λαξευτοί
- λαξευτόςhewn out of the rockmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ελλάδα - Ταφικά έθιμα αρχαιότητας — ΤΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Στοιχεία για τις ταφικές συνήθειες και πρακτικές του ανθρώπου υπάρχουν ήδη από την Παλαιολιθική εποχή, για τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, σε σπήλαια της Ευρώπης και της Ασίας. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε διάφορες … Dictionary of Greek
Νάουσα — I Πόλη (29.870 κάτ.) του νομού Ημαθίας, έδρα του ομώνυμου δήμου (22 637 κάτ.). Είναι χτισμένη στις ανατολικές υπώρειες του Βερμίου κάτω από την κορυφή Ντούρλια (2027 μ.), σε μέσο υψόμετρο 330 μ., δεσπόζει της μεγάλης πεδιάδας της Ημαθίας,… … Dictionary of Greek
Χανιά — Πόλη (13 τ. χλμ.), πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού και της επαρχίας Κυδωνίας, έδρα δήμου. Τα X. είναι η δεύτερη πόλη της Κρήτης. Στο πολεοδομικό συγκρότημα των X. περιλαμβάνονται οι δήμοι Σούδας, Μουρνιών, Νεροκούρου κ.ά. Ιστορία, αρχαιολογία,… … Dictionary of Greek
λυκιακός — ή, ό (Α λυκιακός, ή, όν) [Λυκία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λυκία ή στους κατοίκους της («τῆς Λυκιακῆς θαλάσσης», Λουκιαν.) νεοελλ. φρ. «λυκιακοί τάφοι» αρχαιολ. ιδιότυποι λαξευτοί τάφοι στη Λυκία αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Λυκιακά… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Ελεύθερνα — I Αρχαία πόλη της κεντρικής Κρήτης, στους βόρειους πρόποδες του όρους Ίδη, κοντά στο σημερινό χωριό Πρινέ. Σώζονται τμήματα του τείχους της πόλης, θεμέλια οικοδομημάτων, δεξαμενές και λαξευτοί τάφοι. Από τα ευρήματα που αποκάλυψαν οι ανασκαφές,… … Dictionary of Greek
Λυκία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας. Εκτεινόταν μεταξύ των σημερινών κόλπων Φετιχιέ και Αντάλια, ενώ συνόρευε με τη Φρυγία και την Καρία. Η περιοχή ήταν ορεινή, κυρίως στο βόρειο τμήμα της (όρη των Σολύμων –σημερινό Ακ… … Dictionary of Greek
Μεσσηνία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή και νομός (2.991 τ. χλμ., 176.876 κάτ.) της νοτιοδυτικής Πελοποννήσου, που υπάγεται στην περιφέρεια Πελοποννήσου. Συνορεύει Β με τον νομό Ηλείας, Α με τους νομούς Αρκαδίας και Λακωνίας, ενώ στα Δ, στα Ν και κατά ένα… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ηρακλείου — Tο Aρχαιολογικό Mουσείο Hρακλείου (Ξανθουδίδου 1, Hράκλειο) είναι ένα από τα πιο πλούσια και σημαντικά αρχαιολογικά μουσεία της Eλλάδας. Στις αίθουσές του εκτίθενται ευρήματα από την προϊστορική ως τη ρωμαϊκή εποχή, που προέρχονται από ανασκαφές… … Dictionary of Greek
Νουβία — Περιοχή στα Ν του πρώτου καταρράκτη του Νείλου (σήμερα έδαφος κατά ένα μέρος αιγυπτιακό και κατά ένα μέρος σουδανικό), που ήταν κατοικημένη στα αρχαία χρόνια από τον αφρικανικό πληθυσμό των Νουβίων, για τους οποίους δεν υπάρχουν σαφείς… … Dictionary of Greek